Λίνα Γ. Μενδώνη: «Η προστασία και αποκατάσταση του πρώην Βασιλικού Κτήματος Τατοϊου πρόσκληση για την αναπτυξιακή προοπτική της Αττικής»,
στο 3ο Γκαλά Όπερας για το Τατόι
του Συλλόγου Φίλων Κτήματος Τατοΐου
9 Δεκεμβρίου 2015
Στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας το πρώτο εξάμηνο του 2014, το Συμβούλιο Υπουργών Πολιτισμού της ΕΕ υιοθέτησε συμπεράσματα για την πολιτιστική κληρονομιά ως στρατηγικό πόρο για μια βιώσιμη Ευρώπη. Για πρώτη φορά στο κείμενο αυτό, που πλέον αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, αναγνωρίζεται η πολιτιστική κληρονομιά ως ένα σύνολο πόρων με περιβαλλοντική, κοινωνική και οικονομική αξία, η βιώσιμη διαχείριση, των οποίων αποτελεί στρατηγική επιλογή για τον 21ο αιώνα. Τα κράτη-μέλη οφείλουν να ενσωματώσουν στις επιμέρους πολιτικές τους ως οριζόντια διάσταση την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, να κινητοποιήσουν το σύνολο των διαθέσιμων πόρων και να ασκήσουν συμμετοχικές πολιτικές σε άμεση συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία των πολιτών. Σημειωτέον ότι το πλαίσιο αυτό αποτελεί κρίσιμο κριτήριο για την χρηματοδότηση των προγραμμάτων σύγκλισης των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ.
Αν προσπαθήσομε να αναζητήσομε το optimum των περιπτώσεων, προκειμένου να τύχει εφαρμογής το ανωτέρω θεσμικό πλαίσιο, δύσκολα θα εντοπίζαμε καλλίτερο παράδειγμα από αυτό της προστασίας, αποκατάστασης, ανάδειξης και διαχείρισης του πρώην Βασιλικού Κτήματος στο Τατόϊ. Ενός μοναδικού, για την ελληνική πραγματικότητα, ιστορικού συνόλου, με πολύ ενδιαφέροντα κτήρια και διαμορφώσεις, που συνιστούν εξοχικό τόπο διαμονής και αγρόκτημα, δομημένου σε ένα φυσικό περιβάλλον ιδιαιτέρου κάλλους στους πρόποδες της Πάρνηθας, χαρακτηριστικού για την Αττική και το αττικό πολιτιστικό τοπίο.
Το Κτήμα από το 1872 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940 φιλοξένησε την παραθεριστική κατοικία της Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας, ενώ στη συνέχεια τη μόνιμη κατοικία της, μέχρι τις 13-12-1967, οπότε και εγκαταλείφθηκε. Ο χώρος διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των μεγάλων αντίστοιχων κτημάτων του εξωτερικού. Το κτήριο του ανακτόρου οικοδομήθηκε στο πρότυπο μιάς από τις επαύλεις στα ανάκτορα του Πέτερχοφ, έργο του αρχιτέκτονα Adam Menelaus, για τον τσάρο Νικόλαο τον Α΄ και την οικογένειά του.
Το Κτήμα με το σύνολο των κτιρίων του και τον εξοπλισμό τους περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο τρεις φορές:
Είχε μεσολαβήσει πλέον αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από το Δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974 για να αμβλυνθούν οι πολιτικές εμμονές και η ιδεοληψίες, οι οποίες σε πολύ μεγάλο βαθμό οδήγησαν στην αδιαφορία της Πολιτείας για την τύχη του Κτήματος, το οποίο εν τω μεταξύ γνώρισε την εγκατάλειψη, την δήωση και την απαξίωση.
Από το 2003 χρονολογείται και η άμεση και συνεχής εμπλοκή του Υπουργείου Πολιτισμού σε ό,τι αφορά στην προστασία και ανάδειξη του Κτήματος. Τον Οκτώβριο του 2003 στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, σε μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες συνεδριάσεις του, απεδεχθήκαμε ομόφωνα την εισήγηση, που η Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, συνεπικουρούμενη από τον κ. Κωνσταντίνο Σταματόπουλο, παρουσίασε. Η συνεπαγόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ετέθη εν ισχύ με την δημοσίευσή της στο ΦΕΚ, στις 3 Νοεμβρίου 2003.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα Νόμο «Για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», η Απόφαση χαρακτήρισε α) ως μνημεία όλα τα επιμέρους κτίσματα του πρώην Βασιλικού Κτήματος Τατοΐου, «διότι διαθέτουν αξιόλογα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία, αποτελούν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο, μιας οργανικής ενότητας, μοναδικής σε έκταση για τα ελληνικά δεδομένα, και είναι συνδεδεμένα με πρόσωπα κρίσιμα για τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου», και β) ως ιστορικό τόπο το κεντρικό τμήμα του, περίπου 15.000 στρέμματα, επειδή «είναι άρρηκτα συνδεδεμένο, αφ’ ενός μεν με σημαντικά ιστορικά γεγονότα της νεώτερης και σύγχρονης ιστορίας της χώρας, αφ’ ετέρου δε με την ιστορικότητα και την αισθητική του αττικού τοπίου, καθώς συνθέτει ένα χαρακτηριστικό πυρήνα περιβαλλοντικού, φυσικού, πολιτιστικού και αρχιτεκτονικού συνόλου». Ας συγκρατήσομε την έννοια του ενιαίου συνόλου που διατρέχει την όλη κήρυξη. Σύμφωνα λοιπόν, με το Νόμο 3028/02, αλλά και με τον προγενέστερο 2215/1994 που αφορούσε ειδικά στο Τατόι, η συντήρηση, η διαχείριση και εν τέλει η χρήση και η λειτουργία του κεντρικού τμήματος και των κτηρίων του Κτήματος είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού.
Η ευθύνη αυτή εκδηλώθηκε σχεδόν αμέσως δια της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής και της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, σήμερα Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων, που ανέλαβαν άμεσες σωστικές επεμβάσεις σε κτήρια με έντονες φθορές, την υπογειοποίηση των δικτύων ηλεκτροδότησης, της εγκατάστασης κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης στο βόρειο τομέα του ανακτόρου, καθώς και τα έργα συντήρησης και αποκατάστασης όσων κτηρίων διέθεταν τις αναγκαίες μελέτες. Παράλληλα, η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής και η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεώτερων Μνημείων ανέλαβαν το έργο καταγραφής, συντήρησης και αποθήκευσης των αντικειμένων της κινητής περιουσίας του Κτήματος, που σταδιακά από το 2004 και εξής χαρακτηρίζονται ως μνημεία: Από πίνακες ζωγραφικής του ανακτόρου έως χρηστικά είδη και φορεσιές, που ξέμειναν μετά την κατάρρευση της βασιλείας και την εγκατάλειψη του Κτήματος, και από την επίπλωση έως τις πεποικιλμένες άμαξες και τα αυτοκίνητα των μελών της βασιλικής οικογένειας. Οι χαρακτηρισμοί του κτηριακού αποθέματος και της κινητής περιουσίας επέτρεψαν στο Υπουργείο να χρηματοδοτήσει τα ώριμα έργα συντήρησης και αποκατάστασης από τα κονδύλια του Γ΄ΚΠΣ και του ΕΣΠΑ 2007-2013, καθώς και από εθνικούς πόρους, συνολικού προϋπολογισμού περίπου 5 εκ. Ευρώ.
Ωστόσο, με τα Προεδρικά Διατάγματα του 2007 και του 2008, «Περί καθορισμού Ζωνών Προστασίας του ορεινού όγκου Πάρνηθας», τα οποία εκδόθηκαν με πρωτοβουλία του Υπουργού Περιβάλλοντος χωρίς την υπογραφή του συναρμοδίου Υπουργού Πολιτισμού, συστήνεται Φορέας Διαχείρισης Κτήματος Τατοϊου ως ΝΠΙΔ με αρμοδιότητες μεταξύ άλλων: την προστασία και συντήρηση εγκαταστάσεων και κτηρίων στις ζώνες Δ2 και Δ3, την προστασία και συντήρηση του περιβάλλοντος στις ίδιες ζώνες, στη λειτουργία αναψυκτηρίου, εστιατορίου, ιππικών εγκαταστάσεων κλπ.
Οι παραπάνω διατάξεις εγείρουν σοβαρά προβλήματα συναρμοδιοτήτων, δεδομένου ότι στις συγκεκριμένες ζώνες περιλαμβάνεται το σύνολο των κτηρίων-μνημείων και το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού τόπου. Προφανώς το Υπουργείο Περιβάλλοντος πρέπει και οφείλει να έχει καθοριστικό ρόλο στην προστασία και την διαχείριση του Κτήματος, αλλά στους τομείς των αρμοδιοτήτων του, στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, της χωροταξίας, των χρήσεων γης της ευρύτερης περιοχής, των διαμορφώσεων. Η προστασία, η αποκατάσταση και η διαχείριση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος αποτελεί αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού.
Εν τέλει οι χρήσεις γης του κεντρικού τμήματος του Κτήματος, όπως βεβαίως και η χρήση, που θα λάβει καθένα από τα κηρυγμένα ως μνημεία κτίσματα, είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς η χρήση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορικότητα του πρώην Βασιλικού Κτήματος, το οποίο αποτελεί ενιαία ιστορική ενότητα, ενιαία πολιτιστική οντότητα και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Χωρίς να κατατμείται σε ζώνες διαχείρισης με θολά και ασαφή χαρακτηριστικά, που στερούνται ιστορικού υποβάθρου. Χωρίς να διασπάται ο ιστορικός πυρήνας του με παράδοξες για ένα μνημειακό χώρο χρήσεις, με αποτέλεσμα να χάνεται η αύρα της μνήμης. Χωρίς να υποστεί μια ανιστόρητη και προσβλητική μετονομασία σε Μητροπολιτικό Πάρκο Τατοϊου, με συνέπεια την ταχεία απώλεια της συλλογικής ιστορικής μνήμης.
Τα προβλήματα που δημιουργούν τα ανωτέρω Διατάγματα, τα επισημάναμε στο Υπουργείο Περιβάλλοντος στις αρχές του 2010 σε ευρεία σύσκεψη με την συμμετοχή και των δύο Υπουργών, Περιβάλλοντος και Πολιτισμού. Τότε επιμείναμε στην επείγουσα ανάγκη εκπόνηση μιας μελέτης για τις χρήσεις γης, στην οποία να συμπεριλαμβάνεται και η χρήση των κηρυγμένων κτηρίων, με βασικό επιχείρημα ότι, αν δεν προσδιοριστούν οι μελλοντικές χρήσεις των κτηρίων δεν μπορεί να συνταχθούν σωστά οι μελέτες αποκατάστασής τους. Οπως πολύ εύκολα γίνεται αντιληπτό, διαφορετική θα είναι η κατεύθυνση της μελέτης αποκατάστασης του Βουστασίου, αν το κτήριο πρόκειται να μετατραπεί σε εστιατόριο ή συνεδριακό κέντρο, και διαφορετική, αν το κτήριο αποκτήσει οιονεί μουσειακή χρήση, προκειμένου να φιλοξενήσει τις πολύτιμες άμαξες και τα αυτοκίνητα της τ. βασιλικής οικογένειας, όπως είναι το συμβατό και το αναμενόμενο για τον χώρο. Το ίδιο ισχύει για το κτήριο του ιστορικού ξενοδοχείου «Τατόϊον», το οποίο μπορεί και πρέπει να επαναλειτουργήσει ως χώρος φιλοξενίας, προφανώς προσαρμοζόμενο στις σύγχρονες απαιτήσεις, ή αν πρόκειται να μετατραπεί σε χώρους εστίασης.
Τότε, το ΥΠΕΚΑ αποφάσισε την εκπόνηση της μελέτης των χρήσεων να την δρομολογήσει άμεσα ο υφιστάμενος Φορέας Διαχείρισης της Πάρνηθας. Στη συνέχεια, το 2011, για λόγους δικούς τους, την εκπόνηση της μελέτης ανέλαβε να αναθέσει σε ομάδα ειδικών μελετητών ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας. Στα διάφορα στάδια της εκπόνησης της μελέτης αυτής υπήρξε συστηματική συνεργασία των μελετητών, αλλά και των εκπροσώπων του ΟΡΣΑ και του ΥΠΕΚΑ, με τα αρμόδια στελέχη του Υπουργείου Πολιτισμού υπό την Γενική Διευθύντρια Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Εργων, Δρ Ευγενία Γατοπούλου. Είναι γεγονός ότι η μελέτη αυτή αντιμετωπίζει και επιλύει πολλές από τις χρονίζουσες εκκρεμμότητες του Τατοϊου. Ομως, όπως συστηματικά επισημαίναμε προς το ΥΠΕΚΑ και τον ΟΡΣΑ από το 2013, αλλά και στις παρουσιάσεις της μελέτης το 2014, αφήνει ανοιχτά και ασαφή μείζονος σημασίας ζητήματα, ενώ προτείνει χρήσεις ασύμβατες με τον ιστορικό χαρακτήρα του Κτήματος και με τις πραγματικές αντοχές του ως χώρου παιδείας και ψυχαγωγίας.
Και αυτό συμβαίνει απλά, διότι το θεσμικό πλαίσιο, στο οποίο βασίζεται η μελέτη, δηλαδή τα Προεδρικά Διατάγματα του 2007 και του 2008, είναι, όπως αναφέραμε και παραπάνω, προβληματικό. Επομένως, της οριστικής αποδοχής της μελέτης, και κυρίως της έκδοσης των απαιτούμενων κανονιστικών πράξεων, όπως η Κοινή Υπουργική Απόφαση για τον ορισμό των χρήσεων γης, θα πρέπει να προηγηθεί η τροποποίηση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου. Με το προτεινόμενο διαχειριστικό πλαίσιο, το Κτήμα κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα απέραντο καφενείο. Κτήρια κινδυνεύουν να χάσουν την ιστορικότητά τους, ενώ κινητά μνημεία, όπως οι ξύλινες άμαξες, κινδυνεύουν να μείνουν εκτεθειμένα στο ύπαιθρο, καθώς οι κατάλληλοι χώροι δεσμεύονται για αλλότριες και ασύμφορες χρήσεις.
Ο Νόμος 3028/02, ως ειδικός νόμος, ο οποίος εξεδόθη κατ εξουσιοδότηση του άρθρο 24 του Συντάγματος, σαφώς κατισχύει. Επί πλέον για την προστασία, εις το διηνεκές, της πολιτιστικής κληρονομιάς έναντι παντός τρίτου υπάρχει ογκώδης νομολογία του ΣτΕ. Επομένως ο πρώτος και τελικός λόγος για τις χρήσεις γης, αλλά και για οποιαδήποτε επέμβαση στον ιστορικό τόπο και επί των κηρυγμένων κτηρίων, ανήκει στον Υπουργό Πολιτισμού και το αρμόδιο γνωμοδοτικό του όργανο, εν προκειμένω το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Και αυτή την αρμοδιότητα, και ευθύνη συνάμα, οφείλει να την ασκήσει το Υπουργείο Πολιτισμού, χωρίς δισταγμούς και αποδεχόμενο τετελεσμένα, όπως ατυχώς διεφάνη στο πολύ πρόσφατο παρελθόν.
Αλλωστε, στην περίπτωση του Τατοϊου οι θέσεις του Υπουργείου Πολιτισμού ενισχύονται από την στάση της κοινωνίας των πολιτών, για να επανέλθομε στις απαιτήσεις και τα κριτήρια που θέτει το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, έτσι όπως διαμορφώθηκε το 2014. Από το 2010 η κοινωνία των πολιτών εκφράζεται κυρίως δια του δυναμικού Σωματείου των Φίλων Κτήματος Τατοϊου, αλλά και μέσω της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού. Το Υπουργείο Πολιτισμού από το 2011 και μέχρι τον Γενάρη του 2015, που μπορώ να έχω γνώση, και αφού ξεπεράστηκε από αμφότερες τις πλευρές η όποια αρχική δυσπιστία επί των προθέσεων και των δύο φορέων, είχε μια εξαιρετική και λίαν επικοδομητική συνεργασία με το Σωματείο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν διαφωνίες. Γρήγορα όμως διαπιστώσαμε ότι το όραμα μας για το π. Βασιλικό Κτήμα ήταν λίγο πολύ κοινό.
Σε διάφορες περιπτώσεις το Σωματείο με ενέργειές του ενίσχυσε τις πρωτοβουλίες του Υπουργείου. Ομως η σημαντικότερη προφορά του ήταν η εκπόνηση, σε γνώση ημών και σε συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες, οκτώ μελετών για την αποκατάσταση ισάριθμων κτηρίων. Οι μελέτες αυτές, κάποιες εκ των οποίων έχουν τύχει των σχετικών εγκρίσεων του Υπουργείου Πολιτισμού, αποτελούν ιδανική δεξαμενή, ώστε τα αντίστοιχα έργα να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν στο πλαίσιο της Προγραμματικής Περιόδου 2014-2020, οψέποτε αποφασίσουν το αρμόδιο Υπουργείο και η Περιφέρεια Αττικής να την ενεργοποιήσουν.
Αν υπάρχει ένα έργο στην Αττική που πρέπει να χρηματοδοτηθεί στο πλαίσιο της προσεχούς Προγραμματικής Περιόδου αυτό είναι το Τατόϊ. Να καταστεί σαφές ότι αποτελεί ένα μοναδικής αξίας πολιτιστικό αγαθό, το οποίο πρέπει να αναδειχθεί με τρόπο πρότυπο, που να εξασφαλίζει διαχειριστική αυτοτέλεια και επάρκεια πόρων. Και αυτό μπορεί να γίνει εφ΄όσον αναπτυχθούν συνέργιες του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα. Να αποδοθούν εκείνες οι πολιτιστικές χρήσεις που θα μετατρέψουν το Κτήμα σε πόλο έλξης χιλιάδων επισκεπτών, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχα σύνολα, όπου Γης. Να δοθούν συγχρόνως δυνατότητες επανεκκίνησης της παραγωγής, όπως επί Βασιλείας –οι παλαιότεροι θυμώμαστε το κρασί και το βούτυρο Τατοϊου- και εφαρμογής καινοτόμων προγραμμάτων παραγωγής βιολογικών προϊόντων.
Σύμφωνα με το ισχύον ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, που προαναφέραμε, τα κράτη-μέλη οφείλουν να κινητοποιήσουν το σύνολο των διαθέσιμων πόρων και να ασκήσουν συμμετοχικές πολιτικές σε άμεση συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία των πολιτών. Στην περίπτωση του Τατοϊου η συνεργασία της κοινωνίας των πολιτών είναι δεδομένη. Οσον αφορά στις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτών, έχει ήδη εκδηλωθεί ενδιαφέρον για την δημιουργία πρότυπου αμπελώνα από οινοποιϊτικούς συνεταιρισμούς με συνεπακόλουθη αποκατάσταση και αναβίωση του οινοποιείου του Κτήματος. Επίσης, consortia κτηνιάτρων και κτηνοτρόφων έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, και δη της αγελαδοτροφίας, εντός του Κτήματος. Ελληνικές και μη πανεπιστημιακές σχολές που μελετούν την επιστήμη των τροφίμων έχουν ζητήσει να τους παρασχεθεί η δυνατότητα ανάπτυξης πρότυπων βιολογικών μονάδων καλλιέργειας. Αμεσο αποτέλεσμα η παραγωγή και η διάθεση διατροφικών προϊόντων με το brand name του Τατοϊου.
Τα συναρμόδια Υπουργεία, Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, και η Περιφέρεια Αττικής οφείλουν να εκπονήσουν άμεσα ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα στοχευμένων και συστηματικών παρεμβάσεων αποκατάστασης του Κτήματος στο σύνολό του, αξιοποιώντας πλήρως τους πόρους της ΕΕ, είτε του νέου ΕΣΠΑ είτε των προγραμμάτων για την γεωργία, και προφανώς τις δυνατότητες των ΣΔΙΤ, χωρίς ιδεοληψίες και αγκυλώσεις, αλλά με σαφή κριτήρια και οριοθετημένο πλαίσιο. Η Περιφερειάρχης και οι συναρμόδιοι Υπουργοί, και κυρίως ο Υπουργός Πολιτισμού, ως ο αποκλειστικά αποφασίζων δυνάμει του αρχαιολογικού νόμου για τον ιστορικό τόπο και τα κηρυγμένα μνημεία, δεν χρειάζεται να ξαναανακαλύψουν την πυρίτιδα. Οι καλές πρακτικές και τα διαχειριστικά πρότυπα είναι γνωστά και καταγεγραμμένα.
Μια προσαρμογή του πλαισίου του Οργανισμού English Heritage που χρησιμοποιεί το Ηνωμένο Βασίλειο, στα δικά μας δεδομένα θα παρείχε μια εξαιρετικά πρόσφορη λύση. Εξ ίσου αποτελεσματική είναι και η αξιοποίηση του διαχειριστικού προτύπου του τσαρικού ανακτόρου στην Αγία Πετρούπολη από ένα νομικό πρόσωπο εποπτευόμενο από το κεντρικό κράτος. Και στις δύο περιπτώσεις περισσότερα από 10 εκ. άτομα ετησίως επισκέπτονται τα ανάκτορα, απολαμβάνουν τους κήπους, περνούν την ημέρα τους στους περιορισμένους, αλλά υψηλής ποιότητας, χώρους εστίασης, καταθέτουν αδιαμαρτύρητα το αντίτιμο του όχι ιδιαιτέρως χαμηλού εισιτηρίου, αγοράζουν ακατάπαυστα τα ποικίλα ευπώλητα είδη στα ιδιαίτερης αισθητικής πωλητήρια, δημιουργώντας έσοδα που εξασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική αυτοτέλεια των Διαχειριστικών Οργανισμών.
Οι προϋποθέσεις έχουν πλέον δημιουργηθεί. Αν η Πολιτεία τις εκμεταλλευθεί σωστά, η Αττική θα αποκτήσει ένα εξαιρετικά σημαντικό αναπτυξιακό πόρο, ένα μοναδικό προορισμό για έλληνες και ξένους επισκέπτες με απτά αποτελέσματα στην τοπική οικονομία και ουσιαστική συνεισφορά στην εθνική οικονομία.