Δημόσιο πευκοδάσος Τατοΐου
Το δάσος αυτό ανήκε στους τέως Βασιλείς των Ελλήνων. Από την συνολική έκταση των 42.000 στρ. τα 14.000 στρ. είχαν παραχωρηθεί με νόμο από το Ελληνικό δημόσιο (εθνικό δάσος Μπάφι) στον Βασιλέα των Ελλήνων το έτος 1877. Τα υπόλοιπα αγοράστηκαν σταδιακά από τους Βασιλείς με διάφορα συμβόλαια (1891 Συγγρός).
Το 1924 η Δ’ Συντακτική Συνέλευση κήρυξε έκπτωτους τους Βασιλείς και με νόμο απαλλοτρίωσε αναγκαστικά τη Βασιλική περιουσία υπέρ του Δημοσίου. Σε ένα τμήμα της μάλιστα εκτάσεως (3.000 στρ.) εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και ιδρύθηκε η κοινότητα Κρυονερίου.
Το 1936 με την παλινόρθωση της Βασιλείας με ειδικό νόμο Α.Ν. 22-1-36 ΦΕΚ 39Α/1936 περί αποδόσεως στον βασιλέα των Ελλήνων του κτήματος Τατοΐου, το δάσος Τατοΐου επανήλθε στην πλήρη κυριότητα της Βασιλικής Οικογένειας (Γεώργιος Β’). Το καθεστώς αυτό ίσχυσε μέχρι το 1973 οπότε με το ΝΔ 225/73 η Βασιλική περιουσία απαλλοτριώθηκε εκ νέου και περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1974 με το ΝΔ 72/1974 όρισε προσωρινή επιτροπή διατήρησης του δάσους μέχρι επίλυσης του Πολιτειακού. Με το Ν. 2086/92 ένα τμήμα του δάσους περίπου 4.000 στρ. επανήλθε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα της τέως Βασιλικής οικογένειας ένα άλλο τμήμα εκτάσεως 401.541,75 στρ. δωρίθηκε σε ιδρύματα και τέλος το υπόλοιπο από 37.426 στρ. περιήλθε στην κυριότητα και διαχείριση του ιδρύματος Εθνικός Δρυμός Τατοΐου.
Με το νόμο 2215/11-5-1994 καταργήθηκε ο Ν. 2086/92 και ολόκληρο το δάσος Τατοΐου περιέρχεται στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου με διάφορες ρυθμίσεις ως την τύχη των διαφόρων ακινήτων του όλου κτήματος (κτιριακές εγκαταστάσεις, αγροτικές εκτάσεις κτλ.).
Το Τατόι ήταν παλιότερα μία από τις πιο μαγευτικές περιοχές της χώρας. Στα πλούσια δάση του ζούσαν ελάφια, ζαρκάδια, αγριογούρουνα και άλλα μικρότερα ζώα.
Στις 30 Ιουνίου του 1916 μία μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους. Στα χρόνια που ακολούθησαν το δάσος αναπτύχθηκε ξανά, αλλά στις δεκαετίες του 1970 και 1980 νέες πυρκαγιές κατέστρεψαν και πάλι μεγάλο μέρος του. Τα κατεστραμμένα από τις πυρκαγιές τμήματά του κηρύχθηκαν αναδασωτέα με τις αποφάσεις του Νομάρχη Ανατ. Αττικής. Στο σύνολό τους σχεδόν οι εκτάσεις αυτές αναδασώθηκαν τεχνητά από την Δ/νση Αναδασώσεως Αττικής.
Ολόκληρη η έκταση του δάσους Τατοΐου έχει κηρυχθεί καταφύγιο θηραμάτων με την 213984/2452/23-6-1977 απόφαση του Υπ. Γεωργίας. Τέλος κατά του Ν 2215/11-5-94 έχει προσφύγει η τέως βασιλική οικογένεια ενώπιον των Ελληνικών και διεθνών δικαστηρίων.
Σύμφωνα με τις περιγραφές των κατά καιρούς συνταχθέντων διαχειριστικών εκθέσεων του δάσους, η πλήρης οικονομική διαχείριση του δάσους άρχισε το 1914, αλλά ανεκόπη μετά την πυρκαϊά του 1916 που απετέφρωσε μέγα μέρος του δάσους (28.000) και την συντελεσθείσα πολιτειακή μεταβολή (απομάκρυνση του Βασιλιά).
Το 1920 συντάχθηκε δασοπονικός χάρτης και προφανώς δ/κή έκθεση που όμως δεν βρέθηκε.
Το 1929 συντάχθηκε νέα δ/κή έκθεση που καθόριζε οικονομικό σκοπό για το μεγαλύτερο μέρος του δάσους και αισθητικό για την έκταση που περιβάλλει τα ανάκτορα.
Ο οικονομικός σκοπός προσδιορίζονταν κυρίως με την ρητινοκαλλιέργεια του Βορεινού τμήματος, που δεν είχε καεί στην πυρκαιγά του 1916 και περιείχε καλώς αναπτυγμένο πευκοδάσος κηπευτής μορφής.
Νέα όμως πυρκαϊά του 1931 αποτέφρωσε και το τμήμα αυτό του δάσους και η καθορισθείσα διαχείριση ανατράπηκε.
Εκτοτε οι καρπώσεις του δάσους περιορίστηκαν, δεδομένου ότι και άλλες πυρκαϊές επακολούθησαν τόσο κατά την κατοχική περίοδο (25.000 στρ.) όσο και αργότερα (16.000 στρ.).
Ετσι η διαχείριση μέχρι το 1963 περιορίζονταν στην ρύθμιση μόνο των ετήσιων εκτάκτων καρπώσεων.
Το 1963 συντάχθηκε δ/κή έκθεση για την πενταετία 1963-1968 που καθόριζε δύο διαχειριστικές κλάσεις ήτοι την οικονομική και την αισθητική, χωρίς να καθορίζονται ο χρόνος και η κατεύθυνση της υλοτομίας κάθε συστάδος που αφήνονταν να ρυθμιστεί από τον δασοκτήμονα.
Η μελέτη αυτή εφαρμόστηκε με επιτυχία και συνέτεινε στην αναβάθμιση του δάσους Τατοΐου.
Το 1970 συντάχθηκε νέα έκθεση για την περίοδο 1970-1975. Η πυρκαϊά όμως το 1974 που απετέφρωσε 13.000 στρ. του ομήλικου σχεδόν πευκοδάσους Τατοίου ανέτρεψε και πάλι την διαχείριση. Από την υλοτομία της καψάλας αυτής παρήχθησαν 14.000 τόνοι καυσοξύλων πεύκης και 2.000 m3 τεχνική ξυλεία πεύκης.
Το 1978 συντάχθηκε η τελευταία δ/κή έκθεση για την πενταετία 1978-1983, που έθετε σαν κύριο σκοπό της διαχείρισης την αισθητική, πνευματική και υγιεινή αξιοποίηση του δάσους και προς επικουρία μόνο την συντηρητική οικονομική εκμετάλλευση.
Η δ/κή αυτή ελάχιστα εφαρμόστηκε δεδομένου ότι υπήρχε ακόμη πρόβλημα σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του δάσους και ο δασοκτήμονας δεν προέβει σε καμία επένδυση (αναδασώσεως, καλλιέργειας κ.τ.λ.). Εν τω μεταξύ νέες πυρκαϊές ανέτρεψαν και πάλι τα δεδομένα του δάσους. Οι τελευταίες έκτακτες καρπώσεις λόγω πυρκαϊών και ανεμορριψιών- χιονοριψιών έγιναν κατά τα έτη 1987-88 και 1991-92 αντίστοιχα. Εκτοτε καμμία κάρπωση δεν διενεργήθηκε ούτε νέα δ/κή έκθεση συντάχθηκε.
Ευτυχώς η πυρκαϊά του 2007 άφησε ανέγκιχτο το δάσος Τατοΐου.
Από την μελέτη των στοιχείων των διαχειριστικών μελετών που προηγούμενα αναφέραμε και εφαρμόστηκαν κατά καιρούς σε διάφορα δάση χαλεπίου πεύκης της υπό μελέτη περιοχής προκύπτουν τα ακόλουθα :
1. Η κύρια εκμετάλλευση των δασών αυτών ήταν η ρητινοπαραγωγή. Αν και δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για το ύψος της ετήσιας παραγωγής κάθε δάσους κατά το παρελθόν, εν τούτοις είναι γνωστό ότι μέχρι και την δεκαετία του 1960-1970 η ρητινοσυλλογή ασκούνταν έντονα από τους κατοίκους της Φυλής, του Αυλώνα και των Αφιδνών. Λόγω όμως της σκληρότητας της εργασίας αυτής, της μικρής της προσόδου και των ευκαιριών αποδοτικότερης απασχόλησης στην πόλη, δεν υπήρξε διαδοχή των παλιών ρητινοσυλλεκτών με αποτέλεσμα το επάγγελμα αυτό να έχει σχεδόν εγκαταληφθεί σήμερα. Η ρητινοσυλλογή διενεργείται πλέον μόνο στο δάσος Φυλής και Βουτήματος από 4-5 οικογένειες ρητινοσυλλεκτών.
2. Η εγκατάλειψη της ρητινοσυλλογής των δασών της χαλεπίου πεύκης είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα, το σταμάτημα των απαραίτητων αραιώσεων στα στάδια της πυκνοφυτείας και κορμιδίων, το σταμάτημα της απομάκρυνσης της υπόροφης βλάστησης και την υπερβολική συγκέντρωση καύσιμης ύλης στα δάση αυτά, τα οποία τις περισσότερες φορές είναι πλέον αδιαπέραστα.
Η κατάσταση αυτή στην οποία έχει περιέλθει το σύνολο σχεδόν των πευκοδασών της περιοχής του εθνικού δρυμού Πάρνηθας, αποτελεί την κύρια αιτία της ταχύτατης εξάπλωσης και κατά συνέπεια αδυναμίας αντιμετώπισης των πυρκαϊών στα δάση αυτά ιδιαίτερα όταν παίρνουν διαστάσεις.
1. Ξυλώδες Κεφάλαιο – Δομή συστάδων
Το ξυλώδες κεφάλαιο κυμαίνεται ανάλογα με την παραγωγικότητα του σταθμού, την ηλικία της συστάδας και την διαχείριση που μέχρι σήμερα ακολουθήθηκε.
Ετσι στο δάσος Τατοίου που οι εδαφικές συνθήκες είναι πολύ καλές για την χαλέπιο πεύκη, και ακολουθήθηκε συστηματική διαχείριση ήδη από τον περασμένο αιώνα, για τα τμήματά του που φυσικά δεν καταστράφηκαν από τις πρόσφατες πυρκαϊές έχουμε πολυόροφο διφυές δάσος με ανώροφο κηπευτή μορφή πεύκης και υπόροφο από αείφυλλα πλατύφυλλα.
Η μέση αναλογία κλάσεων διαμέτρου, ανωτάτη : μέση : κατωτάτη, είναι 7,2 : 2 : 1. Το μέσο κατά εκτάριο ξυλαπόθεμα κυμαίνεται από 60-120 m3 , η μέση κατ’ όγκο ετήσια προσαύξηση κυμαίνεται από 2 m3 /Ηα έως 4 m3 /Ηα και τέλος ο αριθμός των κορμών στο εκτάριο ποικίλλει ευρέως ανάλογα με το στάδιο αναπτύξεως και την ποιότητα του σταθμού από 1400 δένδρα/Ηα στη διάμετρο των 10-15 cm σε 400-500 στη διάμετρο των 30-50 cm.
Το συνολικό ξυλαπόθεμα του δάσους αυτού σύμφωνα με την τελευταία δ/κή έκθεση (1978-1983) ήταν 74.000 m3 . Σήμερα βέβαια είναι πολύ διαφορετικό γιατί εν τω μεταξύ μεγάλα τμήματά του καταστράφηκαν από αλλεπάλληλες πυρκαϊές.
Σήμερα η εικόνα είναι διαφορετική δεδομένου ότι η ρητινοσυλλογή είναι πλέον ελάχιστη και η βοσκή σημαντικά μικρότερη.
Το ξυλαπόθεμα και η δασοσκεπής επιφάνεια έχουν αυξηθεί. Αν και δεν υπάρχουν πρόσφατα απογραφικά στοιχεία, εν τούτοις από τον χάρτη βλάστησης προκύπτει ότι το 60% περίπου του δάσους χαλεπίου πεύκης έχει συγκόμωση πάνω από 70% και σε σημαντικά τμήματα του το ξυλαπόθεμα υπερβαίνει τα 100 m3 /Ηα.
Στο δάσος αυτό διακρίνονται δύο διαχειριστικές μορφές, που προέκυψαν από τον τρόπο αναγέννησης και διαχείρισης του δάσους.
1. Ανομήλικο, ακανόνιστο πολυόροφο διφυές δάσος, με ανώροφο χαλέπιο πεύκη και υπόροφο αείφυλλα πλατύφυλλα, στο οποίο οι μεγάλες κλάσεις διαμέτρου απομακρύνθηκαν μετά την απορητίνωση.
2. Ομήλικο διφυές δάσος που προήλθε μετά από πυρκαϊά με ανώροφο χαλέπιο πεύκη και υπόροφο αείφυλλα πλατύφυλλα. Στη μορφή αυτή η ρητινοκαλλιέργεια έχει εγκαταληφθεί, υπάρχει μεγάλος αριθμός κορμών ανά Ηα, και ο υπόροφος είναι σύμπυκνος και αδιαπέραστος.
Juniperus oxycedrus
Σύμφωνα με την χλωριστική μελέτη της Πάρνηθας που έγινε με την μέθοδο των φυτοτρανσέτ και προηγούμενα αναλύθηκε, το Juniperus oxycedrus αποτελεί ένα από τα 4 κυρίαρχα είδη στην Πάρνηθα.
Εμφανίζεται από υψόμετρο 600 μ. μέχρι την αλπική ζώνη. Διαδέχεται το πουρνάρι στα άγονα, πετρώδη και κυρίως ασβεστούχα εδάφη όσο ανεβαίνουμε σε μεγαλύτερα υψόμετρα.
Στην Πάρνηθα απαντάται είτε ως υπόροφος της Ελάτης κυρίως και λιγότερο της χαλεπίου πεύκης προς τα ψυχροόριά της, είτε κατά ομάδες, συδενδρίες, λόχμες και κατ’ άτομο σε εκτάσεις από τις οποίες η ελάτη απομακρύνθηκε λόγω πυρκαϊάς (πυρκαϊές 1916, 1930 , 1944) ή λόγω της παρατεταμένης επιδημίας των εντόμων Gryphalus piceae.
Είναι είδος βραδυαυξές και οι σπόροι του είναι δυσφυέστατοι. Για να φυτρώσουν πρέπει πρώτα να φαγωθούν από ζώα ή πουλιά, να υποστούν σχετική επεξεργασία στον πεπτικό σωλήνα τους και να αποβληθούν στην συνέχεια με τα περιττώματά τους τα οποία και αποτελούν φυσικό λίπασμα για την πρώτη εκβλάστησή τους.
Η φυσική εγκατάστασή του είναι βραδεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο δάσος ελάτης που καταστράφηκε από πυρκαϊά στην θέση Καψάλα το 1944 δεν έχει ακόμη πλήρως εγκατασταθεί το Juniperus oxycedrus.
Η εγκατάσταση του είδους αυτού σε τόσο φτωχά εδάφη και σε θέσεις με μεγάλες κλίσεις και έντονα ηλιαζόμενες είναι πολυτιμότατη γιατί με τα πυκνά κλαδιά του που φθάνουν μέχρι το έδαφος και το πλούσιο φύλλωμά του προστατεύει τα εδάφη αυτά από την περεταίρω απόπλυση και σκελετοποίησή τους και τα εμπλουτίζει με την απαραίτητη οργανική ουσία, δημιουργώντας έτσι το κατάλληλο περιβάλλον για την επανεγκατάσταση της ελάτης στα εδάφη αυτά.
Η διαδικασία αυτή είναι πολύ γνωστή στην Πάρνηθα, και γίνεται ολοένα και πιο αισθητή, γιατί η συνεχιζόμενη για 35 χρόνια ευρεία ξήρανση της ελάτης από το Gryphalus piceae είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη απομάκρυνση της ελάτης από πολλές θέσεις, την υπεραραίωση των συστάδων στην μεγαλύτερη έκταση του ελατοδάσους, με ταυτόχρονη αποκάλυψη του εδάφους.
Στις εκτάσεις από τις οποίες απομακρύνεται η ελάτη εγκαθίσταται σταδιακά το Juniperus oxycedrus. Η εγκατάσταση αυτή όπως προαναφέρθηκε είναι βραδεία. Στη σκιά των ήδη εγκατεστημένων Juniperus και κάτω από την προστασία της πυκνής κόμης τους επανεμφανίζεται η ελάτη, η οποία σαν ταχυαξέστερο είδος θα ανέλθει γρήγορα στον ανώροφο θα τα καταπιέσει και θα τα εξαφανίσει μελλοντικά.
Στο δάσος Τατοίου βρίσκεται το Σπηλαιοβάραθρο – Καταβόθρα Δεκέλειας κοντά σε χωματόδρομο που είναι παρακλάδι του κεντρικού δημόσιου δρόμου που οδηγεί στον Αγ. Μερκούριο. Εχει κατακόρυφο βάθος 23 μ. Στα 10 μ. βάθος ανοίγονται αριστερά και δεξιά του κεντρικού κατακόρυφου πηγαδιού δύο θάλαμοι από τους οποίους ο ένας έχει μεγάλο σταλαγμίτη ύψους 2 μ. και ο άλλος έχει στην οροφή του πολλούς λευκούς σταλακτίτες. Εξερευνήθηκε τον Αύγουστο του 1964 από τον Ι. Ιωάννου και περιγράφεται αναλυτικά στο περιοδικό “περιηγητής” το Φεβρουάριο του 1965.
Αλλες Φυτοδιαπλάσεις
Εκτός από την διάπλαση της Κεφαλληνιακής ελάτης, της χαλεπίου πεύκης, του κέδρου (Juniperus oxycedrus), των αειφύλλων πλατυφύλλων και της παραποτάμιας βλάστησης που προηγούμενα αναλύθηκαν λεπτομερώς, στην υπό μελέτη περιοχή αναπτύχθηκαν επίσης φυσικά ή τεχνητά συστάδες, λόχμες και συδενδρίες από τα είδη Pinus nigra (Πάρνηθα-Τατόι), Pinus brutia (Τατόι), Quercus ilex (Πάρνηθα-Τατόι), Quercus pubescens (Τατόι), Cupressus sempervirens ( Τατόι, Κεραμίδι Πάρνηθας), και Pinus maritima (Κεραμίδι Πάρνηθας).
Υπάρχει επίσης πλήθος άλλων δασικών ειδών όπως Cedrus libani, Quercus conferta, Q. aegilops, Q. sesiliflora, Ulmus campestris, Populus alba, Pinus pinea κ.τ.λ. που βρίσκονται είτε διάσπαρτα κατ’ άτομο σε όλη την έκταση, είτε αποτελούν δενδροστοιχίες κατά μήκος των δρόμων. Τα άτομα αυτά προήλθαν από τεχνητές φυτεύσεις και κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους βρίσκονται στο Τατόι.
Στο δάσος Τατοίου και σε υψόμετρο 500 μ λειτούργησε βροχομετρικός σταθμός από το έτος 1958 έως το 1991.
Αναφέρονται όμως στην διαχειριστική έκθεση του δάσους Τατοίου της περιόδου 1978 – 1983 τα εξής :
1. Την μεγαλύτερη συχνότητα βροχών παρουσιάζει ο Χειμώνας και κατόπιν το Φθινόπωρο. Το Καλοκαίρι έχουμε την ελάχιστη βροχόπτωση.
2. Το μέγιστο ύψος βροχής ανήκει στον μήνα Ιανουάριο και το ελάχιστο τον Αύγουστο που είναι και ο ξηρότερος μήνας.
Ο μέσος αριθμός ημερών βροχής κατ’ έτος ανέρχεται σε 58,7 ημέρες, το δε μέσο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται σε 890,32 mm. Ο κ. Μαυρομμάτης στην εργασία του “Το βιοκλίμα της Ελλάδας” στηρίζεται σε άλλα στοιχεία, που εμείς δεν γνωρίζουμε και δίδει μέσο ετήσιο ύψος βροχής για το Τατόι (Δεκέλεια) 772,9 mm.
Το μέσο ύψος χιονιού για τον σταθμό του δάσους Τατοίου ανέρχεται σε 32,6 mm κατ’ έτος, οι δε ημέρες χιονιού σε 3,3 ανά έτος.
H παραπάνω έκθεση-μελέτη ανήκει στον Ειδικό Γραμματέα Δασών κ. Γεώργιο Αμοργιανιώτη.
Γράφει ο διεθνούς φήμης πολεοδόμος, Κωνσταντίνος Δοξιάδης για το Τατόι τα εξής:
«Το Τατόι αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική για την Αττική έκταση…. Εκτός από σημαντική από οικοσυστηματικής πλευράς περιοχή, αποτελεί και φραγμό μεταξύ της οικοδομικής εξάπλωσης της πόλης και των προστατευόμενων ορεινών δασικών οικοσυστημάτων της Πάρνηθας. Στο συνολικό σύστημα οικοτόπων της Αττικής, το Τατόι αποτελεί γέφυρα μεταξύ του ορεινού όγκου της Πάρνηθας και αυτού της Πεντέλης, άρα και σημαντικό κρίκο στο δακτύλιο ορεινών οικοσυστημάτων που περιβάλλουν το Λεκανοπέδιο. Από υδρολογικής πλευράς, ο χώρος είναι αφετηρία σημαντικού τμήματος του προστατευόμενου υδρολογικού δικτύου του Κηφισού, φιλοξενώντας κάποια από τα λίγα τμήματα του Κηφισού που είναι ακόμα ανέπαφα. Όλα αυτά καθιστούν το Τατόι έναν χώρο-κλειδί στην τοπική και οικολογική λειτουργία της Αττικής… Το Αττικό Τοπίο αποτελεί από την αρχαιότητα τόπο πνευματικής δημιουργίας. Ο Περίπατος, η Ακαδημία, η Αγορά, οι πυρήνες αυτοί του αρχαίου πολιτισμού ήταν τοπία και όχι κτίρια. Ο ρόλος του έχει στις μέρες μας εξοβελιστεί, αλλά εδώ, στο Τατόι, το Αττικό Τοπίο μας υποδέχεται ως ο ουσιαστικός κύριος του χώρου, και προσκαλεί χρήσεις που τοποθετούν το φυσικό Αττικό Τοπίο στο προσκήνιο, που αναπτύσσουν με αυτό σχέσεις συμβίωσης και αλληλενίσχυσης. Ο περίπατος, το ποδήλατο στη φύση, οι φυσικές, ιστορικές και οικολογικές διαδρομές, μια νέα, διεθνής, περιπατητική “Ακαδημία του Πλάτωνα”, η βιολογική γεωργία και αμπελουργία, όλες αυτές είναι υπό προϋποθέσεις χρήσεις απόλυτα συμβατές με τον χώρο».